γενεσιακός

γενεσιακός
η , ό[ν] см. γενετικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γενεσιακός" в других словарях:

  • γενεσιακός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακός — ή, ό (AM γενεσιακός, ή, όν) [γένεσις] 1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία τού κόσμου («γενεσιακές θεωρίες») 2. αυτός που έχει σχέση με τη Γένεση τής ΠΔ («γενεσιακαὶ ἡμέραι τῆς Δημιουργίας») αρχ. ο σχετικός με τη γέννηση κάποιου, ο… …   Dictionary of Greek

  • γενεσιακῆς — γενεσιακός fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακῇ — γενεσιακός fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεσιακήν — γενεσιακός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»